- αμβλύνω
- (Α ἀμβλύνω)Ι. ενεργ.1. κάνω κάτι αμβλύ, στομώνω την κόψη ή την αιχμή του2. ελαττώνω την οξύτητα, μετριάζω, εξασθενίζωΙΙ παθ.1. γίνομαι αμβλύς, χάνω την οξύτητα μου2. εξασθενώ, μετριάζομαιαρχ.Ι ενεργ. (για το κρασί) ελαττώνω τη δύναμή του, τό νερώνωΙΙ παθ.1. (για χρησμό) χάνω τη δύναμή μου2. (για την ψυχή) αποθαρρύνομαι, αποκαρδιώνομαι, αθυμώ.[ΕΤΥΜΟΛ. ἀμβλύς.ΠΑΡ. άμβλυνση αρχ. (-σις), αμβλυντικός].
Dictionary of Greek. 2013.